παραζάλη

παραζάλη
η
1. μεγάλη ζάλη, σύγχυση, (ανα)ταραχή
2. παροιμ. «ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται» — οι επιτήδειοι επωφελούνται από τις (ανα)ταραχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραζάλη — η ταραχή, αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • Σαγκάλ, Μαρκ — (Chagall). Γάλλος ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (1887 1985). Η πρώτη καλλιτεχνική εκπαίδευση του Σ. άρχισε στο Βι τέμπσκ, στο εργαστήριο του ζωγράφου Πεν και συνεχίστηκε με το Λεόν Μπακστ στην Πετρούπολη, από το 1907 ως το 1910. Η ανήσυχη και… …   Dictionary of Greek

  • παραζάλισμα — το ζάλισμα, σύγχυση, ταραχή, αλλ. παραζάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”